τριώροφα

τριώροφα
τριώροφος
of three stories
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Γουντ — (Wood).Επώνυμο δύο Άγγλων αρχιτεκτόνων και πολεοδόμων. 1. Τζον ο Πρεσβύτερος (John the Elder, Γιορκσάιρ 1704; – Μπαθ 1754). Έγινε κυρίως γνωστός για την πρωτοτυπία και το εκπληκτικά νεωτεριστικό πνεύμα που επέδειξε στις εργασίες της επέκτασης της …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Καστοριά — Πόλη (υψόμ. 700 μ., 14.813 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, στην ανατολική όχθη της ομώνυμης λίμνης. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη στο δυτικό τμήμα της μικρής χερσονήσου… …   Dictionary of Greek

  • Κεφαλονιά — Νησί (781,49 τ. χλμ., 36.404 κάτ.), του Ιονίου πελάγους με πρωτεύουσα το Αργοστόλι. Είναι γνωστό και ως Κεφαλληνία. Αποτελεί το μεγαλύτερο νησί των Επτανήσων και το έκτο μεγαλύτερο της Ελλάδας. Βρίσκεται απέναντι από τον Πατραϊκό κόλπο. Το… …   Dictionary of Greek

  • Μαστιχοχώρια — Ομαδική ονομασία οικισμών της Χίου. Βρίσκονται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού, στην περιοχή που καλλιεργείται ο μαστιχοφόρος σχίνος, από τον κορμό του οποίου συλλέγεται η μαστίχα, που αποτελούσε για πολλούς αιώνες κύριο και σχεδόν αποκλειστικό… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ηρακλείου — Tο Aρχαιολογικό Mουσείο Hρακλείου (Ξανθουδίδου 1, Hράκλειο) είναι ένα από τα πιο πλούσια και σημαντικά αρχαιολογικά μουσεία της Eλλάδας. Στις αίθουσές του εκτίθενται ευρήματα από την προϊστορική ως τη ρωμαϊκή εποχή, που προέρχονται από ανασκαφές… …   Dictionary of Greek

  • Οσίου Λουκά, μονή — Μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Ελικώνα, μεταξύ Βοιωτίας και Φωκίδας. Κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο αποτελούσε περίφημο πνευματικό και μοναστικό κέντρο της Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη (Καστρί,… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”